- ισογραφή
- ἰσογραφή, ἡ (Α)ως κύριο όν. Ίσογραφήτίτλος έργου τού Αντισθένη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσογραφή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… … Dictionary of Greek